καθρεφτάς

καθρεφτάς
ο
1) зеркальщик; 2) продавец зеркал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καθρεφτάς" в других словарях:

  • καθρεφτάς — ο αυτός που κατασκευάζει ή πουλά καθρέφτες: Στη γειτονιά μου υπάρχει ένας καθρεφτάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθρεφτάς — ο [καθρέφτης] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει καθρέφτες …   Dictionary of Greek

  • καθρεφτάδικο — το [καθρεφτάς] κατάστημα στο οποίο κατασκευάζονται ή πουλιούνται καθρέφτες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»